- δάμαρ
- δᾰμαρ1 wife
δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου N. 4.57
ξανθῷ Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ Helen N. 7.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου N. 4.57
ξανθῷ Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ Helen N. 7.28Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δάμαρ — ( αρτος), η (Α) η σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάμαρ ( αρτος) (< *dm ) συνδέεται με τη λ. δόμος «σπίτι» (< *dom ), αλλά διχάζονται οι απόψεις για το τελικό αρ άλλοι θεωρούν τον τ. δάμαρ ως αρχ. ουδέτερο παρεκτεταμένο τ. με γ και επίθημα t (πρβλ.… … Dictionary of Greek
δάμαρ — wife fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρσιν — δάμαρ wife fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρτα — δάμαρ wife fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρτες — δάμαρ wife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρτι — δάμαρ wife fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρτος — δάμαρ wife fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρθ' — δάμαρτα , δάμαρ wife fem acc sg δάμαρτι , δάμαρ wife fem dat sg δάμαρτε , δάμαρ wife fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρτ' — δάμαρτα , δάμαρ wife fem acc sg δάμαρτι , δάμαρ wife fem dat sg δάμαρτε , δάμαρ wife fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek
дом — род. п. дома, домовитый, укр. дiм, дом, род. п. дому, ст. слав. домъ οἴκος, οἰκία (Супр.), болг. домът, сербохорв. до̑м, род. п. до̏ма, словен. dôm, чеш. dům, род. п. domu, слвц. dom, польск., в луж., н луж. dom. Стар. основа на u (Гуйер, DekL… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера